Σ' αυτόν που χρωστάμε ευγνωμοσύνη
Στην περιοχή μεταξύ των χωριών Κερασέας, Βλαχοκερασιάς, Καλτεζών, Κολλινών και Αλεποχωρίου, στο Νότιο δηλαδή μέρος του Νομού Αρκαδίας, ζούσε ο παλιός δρυμός της Σκιρίτιδας, που αποτελείτο από αιωνόβιες σπερματοφυείς δρυς του είδους «πλατίτσας». Τόση ήταν η πυκνότητά του που έλεγαν οι παλιότεροι ότι «φίδι δεν το σκιζε». Το δάσος αυτό υλοτομήθηκε και ξεριζώθηκε μετά την ελληνική επανάσταση από το 1830 -1880 από τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Κανένας περιορισμός - καμιά αρχή δεν ενδιαφέρθηκε να σώσει αυτόν τον εθνικό πλούτο, που πολλές φορές μέσα σ' αυτόν ο υπόδουλος λαός κυνηγημένος από τους Τούρκους βρήκε τη σωτηρία του. Μέσα σε 50 χρόνια ο περίφημος αρκαδικός δρυμός εξαφανίστηκε μέχρι ρίζας, οι περίφημες κουτσούρες του τροφοδότησαν τα παμφάγα τζάκια κι έμεινε ο τόπος έρημος.
Στην ίδια περιοχή απλώνεται σήμερα ολοζώντανος - χαρούμενος ο νέος τεχνητός δρυμός της Σκιρίτιδας. Απλώνεται το δάσος που ονειρεύτηκε ο οραματιστής δασολόγος Αναστάσιος Στεφάνου, που γεννήθηκε στο χωριό Κερασιά το 1893 από οικογένεια γεωργών, γιος του Γεωργίου και της Γεωργίας Στεφάνου. Το καταπράσινο περιβάλλον του χωριού του και το ατελείωτο τραγούδι της πληθώρας των πουλιών του δημιούργησαν την ατελείωτη αγάπη για τη μάνα φύση. Από μικρός αγάπαγε τα δέντρα, τα δάση και κοντά τους έβρισκε το βαθύτερο νόημα της ζωής.
Αφού τελείωσε με άριστα το Γυμνάσιο της Τρίπολης τα δύσκολα εκείνα χρόνια, καρτερώντας το ταγάρι της μάνας του με τον τραχανά και τις χυλοπίτες, με την υπόδειξη του μεγάλου Δημοκράτη, Αλ. Παπαναστασίου, να ζήσει με ότι αγαπά πιότερο και να εργαστεί αντάμα με τους χτύπους της καρδιάς του, σπούδασε δασολόγος. Σπούδασε στο Τάραντ της Γερμανίας στη Δασολογική Ακαδημία και αργότερα στο Μπρουκ της Αυστρίας, το χωριατόπαιδο της Αρβανιτοκερασιάς, με τη βελέντζα που είχε πάρει από το σπίτι του και τη βοήθεια του αδερφού του Δημήτρη, που δούλευε ως δάσκαλος.
Τον Αύγουστο του 1913, σπουδαστής ων, είχε επιστρέψει στη γενέτειρά του την Κερασιά, για να ανάψει ένα κερί στο νωπό τάφο του πατέρα του, που τον ίδιο χρόνο είχε πάρει το δρομολόγιο για το αγύριστο ταξίδι.
«Ένα πρωί λοιπόν, ακριβώς την παραμονή της Παναγίας του 1913, ξεκίνησα από το χωριό, μ' ένα σακίδιο στην πλάτη, γεμάτο τρόφιμα κι ένα ραβδί, πεζή, σ’ άγνωστα για μένα τότε μέρη, χωρίς οδηγό, για το Μοναστήρι της Καλτεζιάς. Πέρασα όλο το γυμνό τότε μέρος ή σκεπασμένο εδώ κι εκεί με αργιές πατουλιές οπό αφάνες, ρείκια και κουμαριές, που βρίσκεται ανάμεσα στο δικό μου το χωριό και στα γειτονικά χωριά Κολλίνες και Καλτεζιές και το βράδυ έφθασα στο Μοναστήρι της Καλτεζιάς, όπου και διανυκτέρευσα. Όλος ο τόπος που πέρασα ήταν τότε ξεγδαρμένος από τις νεροποντές.
Εκεί στο Μοναστήρι τη νύχτα εκείνη φανερώθηκε το μεγάλο «ΝΑΙ!»! Τη νύχτα εκείνη συνέλαβα το μεγάλο «Όραμα». Να ξαναγίνει ο Παλιός Δρυμός της Σκιρίτιδος, που και πεθαμένος ακόμα εθέρμαινε το χειμώνα με τα ξερά τα πρέμνα του και τις ξερές τις ρίζες, τις λεγόμενες «κουτσούρες», τους κατοίκους των γύρω χωριών, μαζί με τους δικούς μου χωριανούς. Από τότε η ιδέα αυτή -να ξαναγίνει το δάσος-εφώλιασε στην ψυχή μου, έγινε μόνιμος εφιάλτης και περίμενε τον κατάλληλο χρόνο να φουντώσει η ιδέα, να φουντώσει και το Δάσος!.»
Πέρασαν 40 χρόνια για να γίνει το όραμα πραγματικότητα και να υλοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του. Είχε πλέον διανύσει τον επαγγελματικό του στίβο επιτυχώς και είχε πάρει σύνταξη, όταν αναδάσωσε την περιοχή σε έκταση 40.000 στρεμμάτων με δρυς, καρυδιές, έλατα, καστανιές και την κυριαρχία της Μαύρης Πεύκης. Γέμισε τον τόπο οξυγόνο, πουλιά, ευτυχία - Θεό. Γίνηκε το δάσος που λαχτάριζε, με την άγρυπνη καθοδήγησή του και τη συμπαράσταση των σωματείων Κερασιωτών με πρόεδρο τον ίδιο, των Καλτεζιωτών με τον Χρ. Σακελλαρόπουλο, των Κολλινών με τον Π. Συκαρά, των Βλαχοκερασιωτών με τον Παν. Σώτο και βέβαια με την κρατική υποστήριξη.
«Καμιά άλλη φιλοδοξία δεν είχα στη ζωή μου εκτός από το ενδιαφέρον μου για την πατρίδα. Όλη μου η ζωή ήταν και είναι, αγάπη στη φύση, αγάπη στο δάσος, αγάπη στο χωριό μου, τα πουλιά και τα ζώα. Άλλοι συνάδελφοι, δασολόγοι, ξεκόβουν από το δάσος αμέσως μόλις πάρουν τη σύνταξή τους. Εγώ δεν τους ακολούθησα, δεν θα ήταν για μένα βολετό ένα τέτοιο παραστράτημα, ίδιο με προδοσία... Από τότε που πήρα τη σύνταξή μου, έχουν περάσει 30 χρόνια και το ενδιαφέρον μου για τα δέντρα, το περιβάλλον, το χωριό μου, την Αρκαδία, τον άνθρωπο, έχει θεριέψει μέσα μου περισσότερο παρά στα προηγούμενα 30 χρόνια που ήμουνα υπάλληλος. Μια μορφή παθήσεως, να πιστεύεις -όσο προχωρείς στα γεράματα- πώς είσαι χρήσιμος στην κοινωνία, πως προσφέρεις υπηρεσία στους συνανθρώπους σου!».
Ο Αναστάσιος Στεφάνου υπηρέτησε τη φύση και τα ελληνικά δάση από διάφορες θέσεις κλειδιά. Υπηρέτησε στη δασική υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομίας, ως πρώτος δασάρχης στο Δασαρχείο Τρικάλων και ως διευθυντής της δασικής σχολής Αγυιάς με δασολογική εποπτεία και εφαρμογή τίτλων ιδιοκτησίας στα δασικά συγκροτήματα Πίνδου -Όσσας - Ολύμπου - Πιερίας. Το 1923-1925 έγινε επιθεωρητής των Δασών Πελοποννήσου με έδρα την Τρίπολη. Επίσης υπηρέτησε ως διευθυντής Δασών Γ. Διοίκησης Θράκης – Μακεδονίας και ως επιθεωρητής αναδασώσεων όλης της επικράτειας. Το 1951-1952 εξελέγη βουλευτής Ροδόπης και Ξάνθης χωρίς στο αξίωμα αυτό να βρει την ψυχή του.
Ο Αναστάσιος Στεφάνου άφησε μεγάλο έργο. Δημιούργησε πέρα από τα δάση, πάρκα, όπως το πάρκο της Κομοτηνής, ίδρυσε φυτώρια, τιθάσευσε χείμαρρους, ίδρυσε φιλοδασικούς συλλόγους, παρέδωσε αλσύλλια στο λαό της Αθήνας, ανέγειρε δασικά κτίρια, εξέδωσε περιοδικά, ίδρυσε την ομοσπονδία των δασολόγων Ελλάδας, φύτεψε το δάσος της Καβάλας. Σ’ αυτόν οφείλεται η εισαγωγή και καλλιέργεια της Καναδικής Λεύκης από τη Γαλλία, που αποτελεί το 1/3 της χρήσιμης ξυλείας του τόπου μας. Δούλεψε και για τη διαμόρφωση του δρυμού της Πάρνηθας, χάραξε δρόμους, άνοιξε βρύσες, δημιούργησε φυτώρια, φύτεψε δέντρα ωραιοποίησε την περιοχή σαν πρόεδρος του σωματείου «Φίλοι της Πάρνηθας».
«Την Πάρνηθα και τα μάτια σας... Αν χαθεί και η Πάρνηθα, τότε οι Αθηναίοι πρέπει να περπατούν με μάσκες για να ζήσουν. Αν είχαμε τις 300.000 στρέμ. του λεκανοπεδίου, δε θα συζητούσαμε σήμερα ούτε για νέφος, ούτε για καυσαέρια, ούτε για άγχος, ούτε για λιποθυμίες και νοσοκομεία. Χρειάζονται ριζικά και γενναία μέτρα. Με βολέματα, μπαλώματα και δακτυλίους δεν συγκινείται το ΝΕΦΟΣ.»
Αλλά και η Τριπολιτσά χρωστάει στο Στεφάνου.
«...Θυμάμαι με συγκίνηση αλλά και μεγάλη ικανοποίηση τους αγώνες που κάμαμε τότε (1923-1925) μαζί με το Βαρβερόπουλο και τον Πετρόπουλο για να πάρουμε εδαφικό τρίγωνο, εκεί που βρίσκεται τώρα το Παναρκαδικό Νοσοκομείο και γύρω, και το οποίον από πολλών ετών είχε καταλάβει και έσπερνε με σιτηρά μια οικογένεια εργολάβου Μπαλαμπίνη, αν θυμάμαι καλά. Η έκταση αυτή ήταν σημαντική, περίπου 100 στρέμματα και η θέση απαραίτητη για τις ανάγκες της πόλεως. Τίτλους βεβαίως δεν είχε ο καταπατητής είχε όμως άλλα νομικά ερείσματα και για τούτο προχωρήσαμε σε απαλλοτρίωση... χωρίς λεπτά. Με την βοήθειαν όμως και των μαθητών της Δασικής Σχολής Βυτίνας καταλάβαμε την έκταση δυναμικά, την περιφράξαμε, τη φυτέψαμε και την προστατεύσαμε από εκδίκηση του καταπατητή, ώσπου παγιώθηκε οριστική κατάσταση».
Πάντα ο Στεφάνου εραστής της δημιουργίας. Όταν έπαιρνε την απόφαση, λογική και μελετημένη, τίποτα δεν τον σταματούσε. Κι όταν τελείωνε το έργο του, χωρίς τυμπανοκρουσίες και προβολές, γευόταν διακριτικά τα αποτελέσματα. Πρακτικός νους, απέφευγε κάθε γραφειοκρατική κωλυσιεργία. Ένιωθε απέχθεια για ότι άσχημο και έξω από την ηθική τάξη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που συγκρούστηκε με την υπηρεσία, γιατί δεν εκτελούσε κατά γράμμα τις εγκυκλίους, προκειμένου να προχωρήσει πιο γρήγορα το έργο. Αλλά και με άλλα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα που καταστρέφανε τα δάση, ενώ αυτός υπεράσπιζε το μέλλον του τόπου κι έπαιρνε σωτήριες πρωτοβουλίες, σε μια εποχή που δεν είχε γίνει συνείδηση η τεράστια σημασία της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος για το μέλλον του τόπου και παγκοσμίως.
«Όταν έφθασα στην Τρίπολη και έκαμα τις πρώτες αναγνωρίσεις, επεσήμανα το μεγαλύτερο κακό που ελάμβανε χώραν στο ελατοδάσος του Μαινάλου (Βυτίνα), χιλιάδες φορτία από νεαρά έλατα για καυσόξυλα καθημερινά, αλλά κυρίως τις ημέρες που γινόταν το παζάρι (Σάββατο), επλημμύριζαν τους δρόμους και τις πλατείες της Τριπολιτσάς... Έτσι με τη σκέψη αυτή ότι, αν εξακολουθήσει η εξοντωτική αυτή εξάντληση των νεαρών ηλικιών, το δάσος θα πάθει από γεροντικό μαρασμό και θα καταλήξει σε αφανισμό, προήλθα στην απόφαση να κηρύξω το δάσος ετοιμοθάνατο και να προωθήσω την καυσοξύλευση μόνον από γηραιά. Το τόλμημα ήταν σημαντικό και η οργή των 40 περίπου ξυλευομένων Κοινοτήτων προς ατομική χρήση και εμπορίαν γύρω από το δάσος και μέσα σ’ αυτό, ήταν επικείμενη».
Η αγάπη του για το περιβάλλον εκφράστηκε και μέσα από το πλούσιο συγγραφικό του έργο. Όπως άνετα έπαιρνε την τσάπα και φύτευε δέντρα με το ίδιο πάθος κρατούσε το μολύβι. Έγραψε αρκετά βιβλία αλλά και 320 μελέτες για φιλοδασικά - γεωργικά - οικονομικά- πολιτικά θέματα. Επίκαιρος, διαχρονικός, θέτει τους περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως φαίνεται από τον πύρινο πρόλογο του βιβλίου του «Το δάσος που λαχτάριζες» που έγραψε το 1974.
«Από την αχαλίνωτη τεχνολογία η οποία εκμεταλλεύεται ληστρικά κάθε φυσικό πόρο, αλλοιούται συνεχώς η οικολογική ισορροπία της βιόσφαιρας. Η μανία του κέρδους προσπαθεί να μετατρέψει και τον αέρα που αναπνέουμε, σε πλουτοφόρο εμπόρευμα.
Ο αφανισμός όμως της βιολογικής ισορροπίας ζώων και φυτών θα έχει σαν συνέπεια και τον αφανισμό του ανθρώπου. Η κοινωνία της καταναλώσεως μας έδωκε πολλά αγαθά, σκότωσε όμως την υγεία και την ψυχή μας! Η σημερινή κρίσις του πετρελαίου ίσως είναι μια ευτυχής ειδοποίηση, για να αφήσουμε την κοινωνία της σπατάλης και της τεχνητής ζωής και να ξαναγυρίσουμε στη φύση. Αν συνεχιστούν μερικές ακόμη από τις σημερινές εκτροπές, ο άνθρωπος κινδυνεύει να κλείσει το βιολογικό του κύκλο πάνω στη γη».
Στην καρδιά του δάσους της Σκιρίτιδας ο ανδριάντας του Στεφάνου στεκόταν περήφανος και καμάρωνε το δημιούργημά του, αναπνέοντας το οξυγόνο των πεύκων. Είχε ζητήσει τα παρακάτω λόγια να γραφτούν πάνω σε κάποια πέτρα, μέσα στο δρυμό, όταν θα έχει διαπλεύσει την Αχερουσία, τα οποία γράφτηκαν κάτω από τον ανδριάντα του:
«Ήταν τόπος γυμνός, άγονος, χειμαρρογόνος. Ήταν χάος. Μέσα από το χάος ξεπήδησε ο σημερινός πανώριος Αρκαδικός δρυμός της Σκιρίτιδας. Μέσα στο δρυμό αυτό είναι χυμένη και η δική μου ψυχή».
Σήμερα το βάθρο του παραμένει άδειο, αφού άνθρωποι ασυνείδητοι, αγνώμονες και ανιστόρητοι, τον περσινό χειμώνα (2013),γκρέμισαν τον ανδριάντα του Στεφάνου, για να τον οδηγήσουν στο χυτήριο, προφανώς με ποταπά κίνητρα. Θα υψωθεί όμως και πάλι περήφανος στο βάθρο του, στην πατρίδα του, ο οραματιστής Στεφάνου, όπως του αξίζει, για να διαφεντεύει το δάσος του.
Ευγνωμονούμε τον Αναστάσιο Στεφάνου για το φυσικό μεγαλούργημα που μας άφησε ως κληρονομιά, που μας έδωσε τη δυνατότητα να χανόμαστε στα κρυφά μονοπάτια του δάσους, να απολαμβάνουμε τη μαγεία του, τη μυρωδιά του πεύκου, το κελάρυσμα των πηγών, την ηρεμία, την αρμονία, την πολυχρωμία και να νιώθουμε παιδιά της μάνας γης.
Τον ευχαριστούμε για τις υπηρεσίες που πρόσφερε στα ελληνικά δάση, τα ανυπότακτα βουνά. Είναι ο βαθύρριζος γεροέλατος, που μας δείχνει το δρόμο της ανάπτυξης.
Της Αγγελικής Κατσαφάνα-Μπρούσαλη, Καθηγήτριας Φιλολόγου.
Συνδέσεις σχετικές με τον τεχνητό δρυμό και τη βράβευση της Ένωσης Κερασιωτών: